- μεθοδικότητα
- [-ης (-ητος)] η1) методичность, систематичность; 2) методические принципы (обучения и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθοδικότητα — η το να γίνεται κάτι με μέθοδο, με σύστημα («η επιτυχία του οφείλεται στη μεθοδικότητα τής εργασίας του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθοδικός. Η λ., στον λόγιο τ. μεθοδικότης, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μεθοδικότητα — η το να δουλεύει κανείς με μέθοδο, η μεθοδική ενέργεια, η συστηματικότητα: Η μεθοδικότητα με την οποία διδάσκει τραβάει την προσοχή των μαθητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμμέθοδος — η, ο (AM ἐμμέθοδος, ον) 1. αυτός που γίνεται με μέθοδο, μεθοδικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμέθοδο(ν) μεθοδικότητα, συστηματική τακτοποίηση … Dictionary of Greek
ευμέθοδος — η, ο (ΑΜ εὐμέθοδος, ον) 1. αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῡ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῑ», Ευστ.) 2. (για πρόσ.) μεθοδικός, ακριβής («εὐμέθοδος ἰατρός», Αλέξ. Τραλλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
μεθοδικός — ή, ό (Α μεθοδικός, ή, όν) [μέθοδος] αυτός που κάνει κάτι με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο συστηματικός («μεθοδικός ερευνητής») νεοελλ. μσν. (για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με σύστημα («μεθοδική εργασία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Καρατζάς, Νικόλαος — (1705 – 1765). Λόγιος. Ήταν γνώστης πολλών γλωσσών και εμβριθής μελετητής της ελληνικής φιλολογίας της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Διασώθηκαν πολλά βιβλία και χειρόγραφα της πλούσιας βιβλιοθήκης του με σχόλια και προσωπικές του… … Dictionary of Greek
Τρικούπης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι και η οποία διέπρεψε στα γράμματα και στην πολιτική. Τα σπουδαιότερα μέλη της είναι: 1. Ιωάννης (; – 1824). Πρόκριτος του Μεσολογγίου και Φιλικός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι.… … Dictionary of Greek
Τσούντας, Χρήστος — (Στενήμαχον, Θράκη 1857 – Αθήνα 1934). Έλληνας αρχαιολόγος. Σπούδασε στη Γερμανία και, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε έφορος αρχαιοτήτων (1883) και το 1904 καθηγητής της ιστορίας της αρχαίας τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου δίδαξε … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ατος 1. σύνολο πραγμάτων με κανονική διάταξη σε στενή σχέση μεταξύ τους: Κλονίστηκε το νευρικό του σύστημα. – Το σύστημα τροφοδοσίας της μηχανής δε λειτουργεί καλά. 2. σύνολο αρχών ή ιδεών: Μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα. 3. τρόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)